Η Παιονία στην ποίηση (μικρή ανθολογία)


Ἐπιμέλεια: Θεόδωρος Π. Μποράκης

Ὀκτώβριος 2022

Ἡ Παιονία στὴν ποίηση
Πτυχὲς τῆς ζωῆς, τῆς ἱστορίας καὶ τῆς φύσης τῆς Παιονίας ἀποτυπώθηκαν στὰ ποιήματα παλιῶν καὶ νέων ποιητῶν ἀλλὰ καὶ στὰ δημώδη ἄσματα ἀφανῶν δημιουργῶν τῆς λαϊκῆς παράδοσης.
Στὴ μικρή, ἐνδεικτικὴ αὐτὴ ἀνθολογία καταγράφηκαν, ὡς πηγὲς ἔμπνευσης τῶν δημιουργῶν: ὁ Ἀξιὸς ποταμoς, τὸ ὅρος Πάϊκο, τό Σκρά, τὰ Μεγάλα Λιβάδια ἀλλὰ καὶ ἡ δασκάλα Αἰκατερίνη Χατζηγεωργίου, ὁ δάσκαλος Ἰωάννης Πίτσουλας καὶ ἡ ὄμορφη Ὀλυμπία τῆς Γρίβας.
Διαβάστε παρακάτω τὰ 18 ποιήματα καὶ δημώδη ἄσματα γραμμένα γιὰ τὸν τoπὸ μας ἀπὸ τοὺς ποιητές: Γιῶργο Ἀθάνα, A. Aric, Ντῖνο Χριστιανόπουλο, Γεώργιο Βαφόπουλο, Θοδωρὴ Βοριᾶ, Σάκη Ἀθανασιάδη, Χρῆστο Τουμανίδη, Γιάννη Μυτιληναῖο, Ἑλένη Κοφτεροῦ, Άγγελο Καρούσο.

[1]
Θάνατος τῆς δασκάλας Αἰκατερίνης Χατζηγεωργίου (Ἑλληνικὴ Παράδοση)[1] [2]

- Παιδιά μου, γιατί χύνεται δάκρυα μὲ τόση λαύρα
κι ὅλα φορᾶτε μαῦρα στὸ ἔρμο αὐτὸ σχολειό;
- Ἔκαψαν τὴ δασκάλα μας Βούλγαροι δολοφόνοι
κι ἔχουμε μείνει μόνοι, χωρὶς μανούλα πλειό.
Γιατὶ ἀπὸ μάνα πιὸ πολὺ μᾶς ἀγαποῦσε ἐκείνη,
ἡ δόλια Αἰκατερίνη ἀπὸ τὴ Γευγελή.
Τῆς εἶπαν νὰ παραδοθεῖ τὰ τέρατα ἐκείνα.
Μ’ αὐτὴ σὰν Μπουμπουλίνα, ἐνῶ πυροβολεῖ, τοὺς λέει
«Δὲν παραδίνεται ποτέ της μιὰ Ἑλληνίδα».
Κι ὡς λύκαινα ἡρωίδα τρεῖς ὧρες τοὺς κρατεῖ.

Μὰ τέλος τὴν ἐκάψανε κι ἐπέταξε στὰ οὐράνια
κι ἐμᾶς σὲ μαύρη ὀρφάνια μᾶς ἄφησε στὴ γῆ.


[1] Ἱστοσελίδα «Ἑλληνικὸ Φῶς» http://ellinikofos.blogspot.gr/2011/10/blog-post_16.html
[2] Ἡ Αἰκατερίνη Χατζηγεωργίου, μὲ καταγωγὴ ἀπὸ τὴ Γευγελή, ἦταν δασκάλα τὴν περίοδο τοῦ Μακεδονικοῦ Ἀγῶνα καὶ ὑπηρετοῦσε στὴν Μπογδάντσα. Λόγῳ τῆς ἐθνικῆς της δράσης εἶχε μπεῖ ἀπὸ νωρὶς στὸ στόχαστρο τοῦ Βουλγαρικοῦ Κομιτάτου καὶ τὸ Ἑλληνικὸ Προξενεῖο θέλοντας νὰ τὴν προστατέψει τὴν μετακίνησε στὸ χωριὸ Γκρήτσιστα τῆς περιοχῆς Γευγελῆς. Στὶς 14 Ὀκτωβρίου 1904, στὴ Γκρήτσιστα, οἱ Βούλγαροι κομιτατζῆδες μετὰ ἀπὸ τετράωρη μάχη, ἔκαψαν ζωντανὴ, μέσα στὸ σπίτι ποὺ τὴ φιλοξενοῦσε, τὴ δασκάλα μαζὶ μὲ πέντε συγχωριανούς της. Πηγὴ: Θεόδωρος Π. Μποράκης - "Κοινότης Πλαγίων Ἐν Παιονία Κιλκίς" - ἰδιωτικὴ ἔκδοση -2022.



[2]

Γιὰ τὸν ἀπαγχονισθέντα ἀπὸ τοὺς κομιτατζῆδες, δάσκαλο Ἰωάννη Πίτσουλα (Γεώργιος Ἀθάνας) 1918 - 1919 [1]

Τὸ πλατάνι, ποὺ σὲ βρῆκαν κρεμασμένο
μὲ ἀναρίθμητες στὰ στήθη σου πληγές,
γιγαντώθηκε καὶ μὲ ἄνθη στολισμένο
τ’ ἀντικρίζουν οἱ ζηλιάρες μας ψυχές.

Ἐγονάτισα στῆς ρίζας του τὸ χῶμα
κι’ ὅσα ἐρχόσουνα νὰ εἰπεῖς σ’ αὐτὴ τὴ γῆ,
Τά ’χω νοιώσει! κι ἂν δὲν πρόφτασε τὸ στόμα
τὰ ρητόρεψε τοῦ τάφου σου ἡ σιγή!

Χρόνια πέρασαν ὁ σπόρος τῆς ἰδέας
νὰ μᾶς δώσει τοὺς μεγάλους του καρπούς.
Μὰ τὰ πρῶτα ἐδῶ ξεδίπλα τῆς Σημαίας
στοὺς δικούς σου ἀποκρυνότανε σπασμούς!


[1] Ἱστοσελίδα «Γουμένισσα» http://www.goumenissa.eu/5sugrafeis.htm
[2] Στὶς 21 Νοεμβρίου 1904, ἔξω ἀπὸ τὴ Γουμένισσα, ἡ βουλγαρικὴ συμμορία κομιτατζήδων τοῦ Ἀποστὸλ Πέτκωφ δολοφόνησε τὸν δάσκαλο Ἰωάννη Πίτσουλα. Ὁ νέος δάσκαλος ποὺ εἶχε ἀποφοιτήσει ἀπὸ τὸ Διδασκαλεῖο τῆς Ἀθήνας, θέλησε νὰ διοριστεῖ σὲ σχολεῖο τῆς Μακεδονίας. Διορίστηκε στὴ Γουμένισσα ὅπου εἶχε ἐγκατασταθεῖ στὰ τέλη Ὀκτωβρίου 1904, ἕνα μήνα πρὶν τὴ δολοφονία του!



[3]

Ἡ μάχη τοῦ Γκραντὰτς τοῦ ὄρους Πάικο[1] (ντόπιο σλαβόφωνο δημοτικὸ τραγούδι)

Νὰ Γκραντάτς πονκάγια νὰ Γκονμέντζια σλάνσιαγια
Νὰ Γκομέντζια σλούσαγια κὰ τοὺ λὶστ σὰ στέσαγια
Γκὰρτς Αντάροι ψάρλια Μπονγκάρτσκοι κοντσίϊνια πάϊγιακατ.

Μόμιτε μοὺ νόοι ϊα πιοκέσιε νὰ Γκάρτσιτε
Μόμιτε σὲ σμέϊα Μπουγκάρτσε κόα μπέϊνκια
Γκάρτσιτε οὶ μόλοι Μπουγκάριν νία ζὰ κόλια.

Μπουγκάριν νὰ ζὰ κόλια κράφτα ντὰ μὰ πίϊα.
Κράφτα ντὰ μὰ πίϊαζέμια Γκάτσια ντὰ ισμίϊα.


(μετάφραση)

Στὸ Γκραντάτς σκάγανε τὰ βόλια, στὴ Γουμένιτσα ἀκούγανε,
στὴ Γουμένιτσα ἀκούγανε, σὰν τὰ φύλλα ἔτρεμαν,
Ἕλληνες ἀντάρτες ἔριχναν, βουλγάρικα σκυλιὰ ἔπεφταν.

Τὰ κορίτσια κουβαλοῦσαν δῶρα εἰς τοὺς Ἕλληνας,
τὰ κορίτσια γελούσανε οἱ Βούλγαροι σὰν ἔπεφταν,
οἱ δὲ Ἕλληνες παρακαλοῦσαν Βούλγαρο νὰ ἔσφαζαν.

Βούλγαρο νὰ ἔσφαζαν τὸ αἷμα του νὰ ἔπιναν.
Τὸ αἷμα του νὰ ἔπιναν, τὴν γῆ τὴν ἑλληνικὴ νὰ καθάριζαν.


[1] Τὸ τραγοῦδι ἀναφέρεται στὴ συμπλοκὴ Ἑλλήνων ἀνταρτῶν, προφανῶς σλαβόφωνων καὶ Βουλγάρων στὴν κορυφὴ τοῦ Πάικου καὶ εἶναι δημοσιευμένο ἀπὸ τὸν ἐπιθεωρητὴ δημοτικῶν σχολείων Ἔδεσσας κ. Γεώργιο Πάλλα στὸ περιοδικὸ «Μακεδονικὰ» τῆς Ἑταιρείας Μακεδονικῶν Σπουδῶν τὸ 1963 [Σύμμεικτα 5ος τόμος], Θεσσαλονίκη.


[4]

Μπέλλα Ὀλυμπία[1] (τραγούδι τῆς περιοχῆς Γρίβα)[2]

Τὰ ὄργανα βαροῦνε μπέλλα Λυμπία[3]
τὰ ὄργανα βαροῦνε μπέλλα Λυμπία,
γλυκιά μου μάνα, Γουμεν’σιῶτες πᾶνε
Γουμεν’σιῶτες πᾶνε τ’ς γκρέντες[4] νὰ πάρουν.

Σὰ μπροστὰ πααίνει μπέλλα Λυμπία
σὰ μπροστὰ πααίνει μπέλλα Λυμπία,
γλυκιά μου μάνα, ροῦσο παλικάρι
ὁ Κωνσταντῖνος τ(οῦ) Χατζημητσώρη.

Ἡ μάνα τ’ς δὲν τὴ δίνει μπέλλα Λυμπία,
ἡ μάνα τ’ς δὲν τὴ δίνει μπέλλα Λυμπία,
γλυκιά μου μάνα, πάει κι ὁ Θάνος Μπούζας
πάει κι ὁ Θάνος Μπούζας κι ὁ Γιάννης Πούλκας.

Πάν’ τὰ παλικάρια μπέλλα Λυμπία
πάν’ τὰ παλικάρια μπέλλα Λυμπία,
γλυκιά μου μάνα, νὰ πάρουν τὴ Λυμπία
νὰ πάρουν τὴ Λυμπία νὰ πάν’ στὴν ἐκκλησιά.

[1] Χρῆστος Ἀθ. Κόιος - Ἰστοσελίδα «Ἐφημερίδα τῆς Γρίβας»: Τὸ τραγούδι ἐξιστορεῖ τὴν προσπά-θεια τῶν ἐπίδοξων γαμπρῶν, μαζὶ μὲ τὶς προσφορὲς προικὸς καὶ ἐπίδειξη τοῦ πλούτου τους, νὰ πείσουν τὴν Ὀλυμπία καὶ τοὺς γονεῖς της μὲ τὰ ταξιματά τους, νὰ τοὺς ἐπιλέξει. Ἔτσι, μέσα ἀπὸ τὴν προσπάθεια ἐντυπωσιασμοῦ τῆς Ὀλυμπίας Κόιου (1896), ξεκινᾶ ἡ πορεία τοῦ πρώτου ἴσως λαμπροῦ χορευτικοῦ τραγουδιοῦ ποὺ γέννησε ἡ παράδοση τῆς Γρίβας, κληρονομιὰ στὴ Μακεδονία μας καὶ τὴν παράδοση της. Ὁ χορὸς εἶναι γυναικεῖος, συρτὸς σὲ κυκλικὴ κίνηση κι ὁ ρυθμὸς δίσημος.
[2] Κάτοικοι τῆς περιοχῆς Γουμένισσας ὑπαγόρευσαν στὴ Δόμνα Μέγγα τοὺς στίχους τοῦ τραγου-διοῦ στὸ σλαβικὸ ἰδίωμα. Μὲ ἐπιφύλαξη γιὰ τὴν ὀρθότητά τους, τοὺς παραθέτω: Τὰ πάηνε τὰ τσούκα, μπέλλα Λύμπια / μιλάνα μάικω, Γουμενσάινε ἔντατ γκρέντι ντὰ γρένατ.// Μόρε γιὰ νάι νάπριτ, μπέλλα Λύμπια /μιλάνα μάικω, ρούση Κωνσταντίνη Χατζημητσόρουφ.// Νέτα νάβα μάικα, μπέλλα Λύμπια / μιλάνα μάικω, ἔπονε ὄισε τὸ Τάνο Μπούζιφ, νὰ τὸ Ἰβάννη Πούλκωφ. // Ἰντρουίστε οὐ τσιλίστε, μπέλλα Λύμπια…
[3] Οἱ στίχοι ἀρχικὰ τραγουδιόταν στὸ σλαβόφωνο ἰδίωμα, ἀργότερα ἔγινε πιστὴ μετάφρασή τους στὰ ἑλληνικά. Καταγράφηκε στὴ συλλογὴ ὅπως ἀποδίδεται στὸ τραγούδι «Μπέλλα Λυμπία» ποὺ ἐρμήνευσε ἡ Δόμνα Μέγγα σὲ μουσικὴ τοῦ συγκροτήματος «Τὰ χάλκινα τῆς Γουμένισσας».
[4] Γκρέντες: δοκάρια



[5]

Εἶχα ἕναν πόνο...[1]
(Βλαχόφωνο δημοτικό τραγούδι της περιοχής Μεγάλα Λιβάδια)

Νι αβεάμου ουνου ντόρου ντι τ' χουάρα,
ντι τ μούντσιλι ατσέλλι ντι τ' φάγκου,
σ' μι βιντεάμου νίκα ν' ουάρα,
πί τ' παντούρι κα ννίκου σ' αλάγκου.

Ν' τζούα ουάρα σ' βίνι,
ντι μι βιτζούι ακλό,
ντι σ' πλιντζεά σόια κου μίνι,
λακριμάμου σι ιό ντι καημό.

Χουάρα τζιουμιτάτι,
πούστα νι σ' ασπαρεά,
κάσιλι τούτι σουρπάτι
νικουκίρλι αλόρου σι καφτά.

Μουτρεάμου, μουτρεάμου τανσούσου,
ντι ακάσα ντι λα νόι,
τζένουρλι ντι πι στρι χουάρα
σουσκιρά κουπίι ντι όι.

Σ’ ινσίμου του ιάρμπα βεάρντι,
τας μπέμου ούνα άπα αράτσι,
άπα αράτσι ντι τ’ ίσβουρου
λε λε, Καλίβι κού ντόρου.


(μετάφραση)
Εἶχα ἕναν πόνο...

Εἶχα ἕναν πόνο ἀπὸ χωριό,
ἀπὸ τὰ βουνὰ ἐκεῖνα μὲ τίς ὀξιές,
νὰ ἐμφανιζόμουν μιὰ φορὰ ἀκόμη,
στὰ δάση σὰν μικρὸς νὰ τρέχω.

Μιὰ μέρα ἡ ὥρα ἦρθε
ποὺ ἐμφανίστηκα ἐκεῖ,
ποὺ ἔκλαιγε τὸ σόϊ μὲ μένα,
δάκρυζα κι ἐγὼ ἀπὸ καημό.

Τὸ χωριὸ τὸ μισό,
ἔρημο μοῦ φαινόταν,
τὰ σπίτια ὅλα γκρεμισμένα
τοὺς νοικοκυραίους τοὺς ζητοῦσαν.

Ἔβλεπα, ἔβλεπα πρὸς τὰ πάνω,
ἀπὸ τὸ σπίτι τὸ δικό μας,
οἱ λόφοι πάνω ἀπὸ τὸ χωριό,
ἀναστέναζαν γιὰ κοπάδια ἀπὸ πρόβατα.

Νὰ βγοῦμε στὸ χορτάρι τὸ πράσινο,
γιὰ νὰ πιοῦμε ἕνα κρύο νερό,
νερὸ κρύο ἀπὸ τὴν πηγή,
λὲ λέ, Καλύβια (Μ.Λιβάδια) μὲ πόνο.


[1] Κούλα Λέντζιου-Τρίκου - Μεγάλα Λιβάδια Πάϊκου - Βλάχικα τραγούδια καὶ ποιήματα - Ἰδιωτικὴ ἔκδοση - 2011. Ἡ μετάφραση ἀπὸ τὴ βλάχικη διάλεκτο ἔγινε ἀπὸ τὴν κ. Κούλα Λέντζιου-Τρίκου. Σύμφωνα μὲ τη συγγραφέα, τὸ τραγούδι ἐκφράζει τὸν πόνο τῶν κατοίκων τῶν Μεγάλων Λιβαδίων μετὰ τὴ μετανάστευση τῶν μισῶν κατοίκων τοῦ χωριοῦ στὴ Δοβρουτσὰ (1926-1930) ἀλλὰ καὶ μετὰ τὴν καταστροφὴ τῶν Μεγάλων Λιβαδίων στὶς 4 Μαΐου 1944 ἀπὸ τὰ στρατεύματα Κατοχῆς.



[6]

Στὸ μεγάλο ρεῦμα τοῦ Ἀξιοῦ (Γεώργιος Βαφόπουλος)[1]


Πόσες φορὲς στὸ ρεύμα σου, μεγάλε, ἐρχόμουν, ποταμέ,
τὰ παιδικά μου ὀνείρατα στὸ φλοίσβο σου νὰ πλέκω.
Ἄλλη τρανότερη εὐτυχία ποτὲ δὲ στάθηκε γιὰ μέ,
στὸ ἐπίσημό σου πέρασμα μ’ ἔκσταση θεία νὰ στέκω.

Ἡ ἑλληνικὴ παράδοση νύμφη δὲ σοῦ ’δωκε καμιά,
συντρόφισσα λαχταριστή, κι οὔτε κὰν φαῦνο φίλο.
Ὅμως τὸ ρεῦμα, ὅταν ξεσπᾶ στὴν ἄγριά σου ἀκροποταμιά,
ξυπνᾶ μαζὶ καὶ τὸν ἀρχαῖο τοῦ Κράλη Μάρκου θρὺλο.


[1] Ἀπὸ τὴ συλλογὴ «Τὸ ρόδα τῆς Μυρτάλης» (1931), Γ. Θ. Βαφόπουλος «Ἄπαντα τὰ ποιητικά», Θεσσαλονίκη, ἐκδ. Παρατηρητής, 1990.




[7]

Περσικὰ δῶρα (Ντίνος Χριστιανόπουλος)[1]

Λένε πὼς γύρω στὰ 600 π.Χ. οἱ Πέρσες
ἀνακάλυψαν τὰ ἄρβυλα. Μὲ αὐτὰ διείσδυσαν
σιγὰ σιγὰ σ’ ὅλο τὸν κόσμο ἀρχίζοντας
ἀπ’ τὴν Ἑλλάδα, ὅπως μαθαίνουμε
ἀπ’ τὸν Αἰσχύλο καὶ τὸν Εὐριπίδη.
Μὰ πιὸ πολλὰ σπουδάσαμε
στὸ ἴδιο τὸ Βαρδάρι.

Ἀλλὰ καὶ τὸ Βαρδάρι εἶναι λέξη περσική.
Προέρχεται ἀπὸ μιὰ τουρκοπερσικὴ φυλή,
τοὺς Βαρδαριῶτες, ποὺ ὁ βασιλιὰς τοῦ Βυζαντίου
Θεόφιλος, τὸ 837, τοὺς νίκησε
καὶ τοὺς μετέφερε κοντὰ στὸν Ἀξιό,
λίγο πιὸ πάνω ἀπ’ τὴ Θεσσαλονίκη.

Οἱ νέοι κάτοικοι ὀνόμασαν τὸν ποταμὸ Βαρδάρη,
κι ἀπὸ αὐτὸν πῆρε τὸ ὄνομά του
ὄχι μόνο ὁ ἀέρας ποὺ κάνει ἄνω κάτω τὴ Μακεδονία
ἀλλὰ κι ἡ ἴδια ἡ ἀμαρτωλὴ πλατεία τῆς Θεσσαλονίκης.

Ἀρβύλες καὶ Βαρδάρι, λοιπόν,
τὰ δύο ἀνεκτίμητα περσικὰ δῶρα
πρὸς τὴν ἐρωτικὴ Θεσσαλονίκη·
αὐτὴν ποὺ ξέρει νὰ αἰσθάνεται
μονάχα ὅ,τι λατρεύει.
 



[1] Ντίνος Χριστιανόπουλος «Παράξενο, ποῦ βρίσκει τὸ κουράγιο κι ἀνθίζει», Ἐκδόσεις Αἰγαῖον, 2010.




[8]

Βαρδάρης (A. Aric)


Μὲ τὰ νερὰ ἐρωτεύομαι ποὺ τρέχουν στὰ ποτάμια
καὶ τὰ πικρὰ τὰ ντέρτια μου τοὺς ἐξομολογιέμαι.
Μὲ νανουρίζει τὸ γλυκὸ καὶ θεῖο κελάρυσμά τους
καὶ μοῦ περνοῦν τὰ βάσανα μὲ τὴ γοργὴ ροή τους.
Βαρδάρη, τῆς Μακεδονίας ἐστάθηκες ἡ μάννα.
Σ’ ἐσένα ἡ φαντασία μου πετάει σὰν πεταλούδα.
Ἀπάνω στὰ ψηλὰ βουνὰ ξεχύνονται οἱ πηγές σου
καὶ ἤρεμα τρέχουν, καθαρά, γαλήνια, τὰ νερά σου.
Κάτω στὸν κάμπο τὸν πλατὺ κυλᾶς θολὸ ποτάμι
καὶ πλημμυρίζοντας συχνὰ χωριὰ καὶ χῶρες πνίγεις.
Τὸ ρέμα σέρνει τῶν παιδιῶν τὶς κούνιες στὴν ὁρμή του
καὶ κάνει νὰ μοιρολογοῦν ἑκατοντάδες μάννες.
Μικρὰ παιδάκια ἀκούγαμε τὸν ζωντανὸ τὸν θρύλο,
πὼς πιάσανε στὴ Γευγελὴ κούνιες μὲ τὶς φασκιὲς τους.
Ποτάμι, ἐσύ ἀνελέητο, τοῦ ὀλέθρου ἐσύ, ποτάμι.
Ὅμως τριγύρω σου ζωὴ καὶ χαρμονὴ σκορπίζεις.
Τριάντα τρία στὸ πνεῦμα μου σ’ ἔχω κλεισμένο χρόνια.
Πολλὲς φορὲς σ’ ἀτένισα μέσα στὰ ὀνείρατά μου.
Κι ἀπ’ τὴν ἡμέρα ποὺ μικρὸς ἐπέρασα κοντά σου,
ἀχνάρια ἐτύπωσες βαθιὰ μὲς στὴν ἀθώα ψυχή μου.
Μιὰ μέρα θὰ γενεῖς πηγὴ εὐημερίας γιὰ ὅλους
καὶ θὰ σκορπᾶς τριγύρω σου παντοῦ τὴν εὐτυχία.
Στὰ διάφανά σου τὰ νερὰ θὰ λάμπει τὸ φεγγάρι
καὶ θά ’ρχονται χαρούμενοι, παιδιά, γυναῖκες κι ἄντρες.
Εἶν’ ἕνας χρόνος ποὺ ξανὰ κοντά σου ἔχω περάσει.
Μαγεύτηκα. Δὲν χόρταινα ὧρες νὰ σὲ κοιτάζω.
Ἀπόλαυσα ἀτενίζοντας τὰ ὁρμητικά σου ρεῖθρα.
Καὶ εἶχα βυθιστεῖ βαθιὰ στὴ φοβερή σου δίνη.
Μὰ τώρα πού ’μαι μοναχὸς πολὺ μακριὰ ἀπὸ σένα,
γιατί δὲ μὲ τραβᾶς ξανὰ στὶς ὄχθες στὰ νερά σου;

(Ἀπόδοση ἀπὸ τὸ τουρκικὸ κείμενο Κώστας Γαβριηλίδης)[1]

[1] Ἀπὸ τὸ περιοδικὸ «Μορφὲς» τχ.1, Ὀκτώβριος 1948.




[9]

Παιονία (Σάκης Ἀθανασιάδης)[1]


Ἀπ’ τὴ σιωπὴ μὲ λίγες λέξεις
Θὰ σκαρφαλώσω στὸ λόφο Ἄνοιξη
Πίνοντας μὲ τὸ βλέμμα πράσινο
Ἀτέλειωτο φῶς.
Θὰ μαζέψω λίγο κόκκινο χῶμα
Τὸ αἷμα τῆς ἱστορίας
Καὶ ἄνεμο.
Ἀπ’ τὰ μυστικὰ τοῦ Ἀξιοῦ
Στὴν πλάτη ἑνὸς κορμοῦ
Θὰ φτάσω στὴ θάλασσα
Μὲς στὸ Αἰγαῖο νὰ σκορπίζω
Τὶς μυρωδιὲς τῆς πατρίδας μου.


[1] Σάκης Ἀθανασιάδης, ποιητικὴ συλλογὴ «Ὁ μικρὸς ἥλιος κι ἄλλα ὄνειρα τοῦ δρόμου», 2014.




[10]

Στὴν δική μου πατρίδα (Σάκης Ἀθανασιάδης)[1]

Ἡ δική μου πατρίδα ἔχει ἥλιο
Κόκκινα σύννεφα ποὺ μυρίζουν βοριὰ
Ἔχει ἄρωμα ἀπὸ χῶμα στὰ καφενεῖα
Καὶ κάρβουνα τοῦ ἐμφυλίου
Ἀνάμεσα στὶς σπασμένες πέτρες

Στὴν δική μου πατρίδα
Τὰ τρυγόνια τῆς ἄνοιξης χορεύουν στὸ φῶς
Κι ὅταν κουρνιάζουν στὶς λεῦκες
Ἀκοῦνε τὸ τραγούδι τοῦ Ἀξιοῦ

Ἡ δική μου πατρίδα εἶναι τὸ μάτι ἑνὸς φακοῦ
Στὴ σιωπὴ τοῦ χειμώνα
Τὰ ἐρειπωμένα φυλάκια στὸ χιόνι
Τὰ τρακτὲρ ποὺ οὐρλιάζουν σὰν σκυλιὰ
Τὸ φιλὶ τῆς βροχῆς

Ἀσπίδες ἀπὸ χιόνι ἔχουν στὴν δική μου πατρίδα
Γιὰ νὰ γλυτώσουν ἀπ’ τὸν μεθυσμένο ἥλιο
Γιατὶ τὸ πολὺ φῶς πονάει
Αὐτοὺς ποὺ ἀγάπησαν μόνο τὰ μάτια τους.



[1] Σάκης Ἀθανασιάδης, ποιητικὴ συλλογὴ « Τὸ δαχτυλίδι τῆς ἐλευθερίας», ἰδιωτικὴ ἔκδοση, 2020.




[11]

Ἄφησε τὸν ἀγέρα νὰ κατεβαίνει ἀπὸ τὸ Σκρὰ (Θοδωρὴς Βοριᾶς)[1]


Ἄφησε τὸν ἀγέρα νὰ κατεβαίνει
μανιασμένος ἀπὸ τὸ Σκρά.
Νὰ περνάει ἀπὸ τὶς λόγχες τῶν φρουρῶν
καὶ νὰ ξεσκίζεται,
νὰ λερώνει μὲ σκόνη τὶς στολές τους
καὶ νὰ θαμπώνει τὸ φεγγάρι.

Κοίταξέ τους·
στρατιῶτες ποὺ δὲν καπνίζουνε νωχελικὰ
τὰ φθηνά τους τσιγάρα,
στρατιώτες ποὺ δὲν μιλοῦν

γιὰ τρυφερὰ κορμιά.

Κοίταξέ τους·
στέκουν ἀκίνητοι
κι ἀφουγκράζονται τὸν ἄνεμο
ποὺ ψιθυρίζει ὀνόματα
νεκρῶν συντρόφων τους
στὸν Πολικὸ Ἀστέρα.
 

[1] Θοδωρὴς Βοριᾶς, ποιητικὴ συλλογὴ «Χαμένες ψηφίδες», ἰδιωτικὴ ἔκδοση, Θεσσαλονίκη, 2012.




[12]

Τὰ στενὰ τῆς Τσιγγάνας (Θοδωρὴς Βοριᾶς)


Τὸν Ἀξιὸ ν’ ἀκοῦς
ποὺ κατεβαίνει ἀπὸ τὴ Γευγελή...
φίδι ποὺ σέρνεται στὸ χάρτη.

Τὸν Ἀξιὸ ν’ ἀκοῦς
καὶ τῆς «Τσιγγάνας τὰ στενά»[1]
ποὺ ἀκόμα ἀντηχοῦν ἀπὸ τὰ τρένα.

Πέτρινα πολυβολεῖα, ντυμένα μὲ κισσό,
περνοῦν ἀπὸ τὸν ὕπνο σου·
σὰν νὰ κοιτᾶς ἀπ’ τὸ παράθυρο τοῦ βαγονιοῦ.

Τὸν Ἀξιὸ ν’ ἀκοῦς κι ἂς ξέμεινες στὴ Σαλονίκη,
μιὰ σκευοφόρος φάντασμα τοῦ ΟΣΕ,
στέγαστρο ἄστεγων μεταναστῶν
στὴ Μενεμένη.[2]

Τρίζουν οἱ ράγες κι οἱ σιδερένιες γέφυρες,
τὸ ὄνειρο δὲν πεθαίνει·
στοῦ τρένου τὶς γραμμὲς ἀγκομαχάει,
ἀνηφορίζει γιὰ τὴν Εἰδομένη.

[1] Τοπωνύμιο τῶν στενῶν μεταξύ Εἰδομένης καὶ Ἀξιούπολης ποὺ διαρέει ὁ Ἀξιὸς ποταμὸς.
[2] Συνοικία τῆς δυτικῆς Θεσσαλονίκης.



[13]

Ο σαλπιγκτής (Θοδωρής Βοριάς)

Κι εσύ, 
στη λάσπη του Σκρα βρήκες μνήμα,
Κολασμένος στη ζωή και στον θάνατο,
έκλαιγαν τις νύχτες οι λέξεις
στο τσαλακωμένο γράμμα
μες στην τσέπη σου
κι ήσουν στον ουρανό
στη διμοιρία των λασπωμένων ηρώων,
άλλοι μπροστάρηδες δίχως τα λάβαρα,
κι εσύ σαλπιγκτής δίχως το χέρι σου,
δίχως τη σάλπιγγά σου.



[14]

Ἐπίλογος[1] (Θοδωρὴς Βοριᾶς)

Ἔρχονται νεκροὶ συγχωριανοὶ·
Ἀρναουτκιῶτες, Ἀρτακηνοὶ καὶ Μπουγαζιῶτες
 -μὲ τὰ ζωνάρια καὶ τὶς τραγιάσκες τους-
ἔρχονται τοῖχο τοῖχο τὰ Ψυχοσάββατα.
 
Σπρώχνουν νυχτιάτικα τὸ χέρι μου,
ὁδηγοῦν τὴ γραφίδα στὸ χαρτί.
Ἐπιμένουν -μὲ τὸ τουφέκι καὶ μὲ τὸ ἄροτρο-
νὰ γραφτοῦν στὴν Ἱστορία.
 
Ψιθυρίζουν λόγια ἀπὸ τὴν Ἐξόδιο Ἀκολουθία
κι ὑπογράφουν μὲ σταυρὸ
στὸ βιβλίο μου:
 
«...Ποῦ ἐστιν ἡ τοῦ κόσμου προσπάθεια;
Ποῦ ἐστιν ἡ τῶν προσκαίρων φαντασία;
Ποῦ ἐστιν ὁ χρυσὸς καὶ ὁ ἄργυρος;
Ποῦ ἐστιν τῶν οἰκετῶν ἡ πλημμύρα
καὶ ὁ θόρυβος;
Πάντα κόνις, πάντα τέφρα, πάντα σκιά…»[2]


[1] Θοδωρὴς Βοριᾶς, ποίημα «Σκόνη, στάχτη καὶ σκιὲς» ἀπὸ τὴν «Ἀνθολογία σύγχρονης ἑλληνικῆς ποίησης ἐξ ἰδίων» ἐπιμέλειας Ἀντώνη Δ. Σκιαθᾶ καὶ Τριαντάφυλλου Ἠλ. Κωτόπουλου ποὺ κυκλοφόρησε σὲ ψηφιακὴ μορφὴ τὸν Ἰούνιο 2021.
[2] Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὰ Ἰδιόμελα τῆς Νεκρώσιμης Ἀκολουθίας (Ποίημα τοῦ Ἰωάννου Μοναχοῦ τοῦ Δαμασκηνοῦ).





[15]

Μοναχικὸς γυρισμὸς (Χρῆστος Τουμανίδης)[1]


Γυρίζοντας μεσάνυχτα στὸ σπίτι
εἶδα τὴν ἀπουσία σου.
Κρατήθηκα μιὰ στιγμὴ ἀπὸ πράγματα σκοτεινά.
Πάτησα τὸ διακόπτη καὶ κοίταξα πάλι
καὶ εἶδα
τὸ πρόσωπό σου μοιρασμένο
σὲ κομμάτια χαρτιοῦ,
σὲ ἀκμὲς γυάλινες.
Στὸ τασάκι μὲ τὰ πολλὰ ζουπιγμένα ἀπογεύματα.

Μέσα σὲ στάχτες εἶδα τὸ πρόσωπό σου.
Καὶ τὸ πρόσωπό μου.

Γυρίζοντας μεσάνυχτα
μάλωσα μὲ τὰ πιὸ οἰκεῖα μου ἀντικείμενα.
Οἱ φωτογραφίες ἄδειασαν ξάφνου ἀπ’ τὰ πρόσωπα.
Ἔγιναν μικρὲς τετράγωνες νύχτες.

Ποῦ νὰ βρίσκεσαι τώρα;
Σὲ ποιὰ πλαγιὰ ἀνηφορίζεις μοναχή;
Ποιὰ δέντρα ἐπωμίστηκαν τὶς στιγμές σου;

Γυρίζοντας, εἶδα
τὸ Πάικον στὴ μέση τῆς κάμαρας.
Τὴν Λιθαριὰ μὲ φεγγάρι καὶ
τὰ σκυλιὰ νὰ γαυγίζουν.

Εἶδα τὰ χορταριασμένα παιδικὰ ἀπογεύματα.
Τὴν Κυριακὴ μὲ τὸ κουτσό της ποδάρι,
νὰ κλωτσάει
ἀκόμα καὶ τὴν πιὸ ἀνθρώπινη ἐπιθυμία μου,
«νὰ τρέξω νὰ προλάβω τὸ Καλοκαίρι».

Ἀπὸ ἕνα παράθυρο κλειστό, ἀγνάντεψα τὶς λιακάδες,
τὸν Γαλαξία μὲ τοὺς ἄγνωστους παιδότοπους,
τὰ νερὰ καὶ τὴ γέφυρα τοῦ Ἀξιοῦ.

Ἀπὸ ἕνα παράθυρο χαμηλὸ
τόσο πού,
λὲς κι ἀκούμπαγε στὸ χῶμα.

Ἀλλὰ ἐσύ
σὲ ποιὰ γωνιὰ ἀγωνιᾶς τώρα;
Πάνω σὲ ποιὸ πλευρὸ τῆς νύχτας ὀνειρεύεσαι;
Ὤ! Ἂς ἦταν ὁ ὕπνος μιὰ γέφυρα νοητὴ ἀνάμεσά μας!
Ἀνάμεσα στὴν Ἔδεσσα καὶ τὸ Χαϊδάρι.
Μιὰ κορδέλα ἂς ἦταν, ὁ μακρὺς δρόμος
ἔτσι πού, μιὰ κίνηση τοῦ χεριοῦ νὰ τὸν τυλίξει
στοιβάζοντας τὰ χιλιόμετρα.
Τὰ βουνά,
τὶς πεδιάδες καὶ
νὰ σ’ ἔφερνε πάλι κοντά μου!

Ἔτσι γιὰ νὰ μπορῶ νὰ μπαίνω ὅπως πρῶτα στὸ σπίτι.



[1] Χρῆστος Τουμανίδης, ποιητικὴ συλλογὴ «Ἡ ὥρα τοῦ λιμανιοῦ», 1987. 



[16]

Τοῦ Βουνοῦ (Γιάννης Μυτιληναῖος)[1]


Ὢ ἐσὺ Πάικο
ὄρος ἀνάποδο
δίχως φεγγάρια
δίχως φῶς

Ὢ Πάικον ὄρος
μὲ τὴν κορφή σου κάτω
στὰ τρεῖς χιλιάδες πόδια
βαθιὰ μέσα στὴ θάλασσα

σὲ μιὰ ζώνη ποὺ τὴ λὲν
ἀβυσσοπελαγικὴ
σ’ ἕνα μέρος
ποὺ ἄνθρωπος δὲν ζεῖ

ζοῦν μόνο κάτι ὄντα
παράξενα, γλυκὰ
δίχως μάτια
μὲ διάφανο κεφάλι

θὰ ζήσω κι ἐγὼ
θὰ μάθω νὰ ζῶ
δίχως φεγγάρια
δίχως φῶς

δίχως ἀέρα
θὰ ζήσω νεκρὸς
μὰ μακριὰ
ἀπ’ τῶν ἀνθρώπων τὸ κακὸ

Ὢ ἀνάποδο Πάικο
μακάριο βουνὸ
τρεῖς χιλιάδες πόδια
ἀπ’ τ’ ἀνθρώπου τὸ κακὸ

ἂν μόνο μποροῦσα
τὰ ροῦχα μου θὰ ἔσκιζα
τὰ γόνατα θὰ μάτωνα
στ’ ἀγκάθια τῶν πλαγιῶν σου.



[1] Γιάννης Μυτιληναῖος, «Πέντε ποιήματα» στὴν ἱστοσελίδα ΠΟΙΕΙΝ http://www.poiein.gr /archives/14258/index.html#more-14258.



[17]

Ἐπιστροφὴ (Ἑλένη Κοφτεροῦ)[1]

Σὰν ἐρχόταν ἀπὸ τὴ Γρίβα[2] οἱ δικοί σου 
μαζί τους ἔφερναν τὴ γλῶσσα τοῦ βουνοῦ.
Τὸ γέλιο σου ἀνάβλυζε
στῇς κορυφογραμμῆς τὸ μυρωμένο χῶμα.
Κοτσύφια, πέρδικες κι καστανιὲς,
θροϊζουσες νεράϊδες
ἀνοίγανε διόδους μυστικὲς γιὰ νὰ
χωρέσει στὸ διαμέρισμα τὸ Πάϊκο.
Στοῦ σαλονιοῦ τίς τρυφερὲς χαράδρες
οἱ λέξεις σας πετάριζαν κελαρυστές
κι ἐγὼ ἀπ' τὸ χώλ κρυφάκουγα.

Ὅμως ξεράθηκε ἡ λίμνη τοῦ καιροῦ
κι οἱ ντόπιες χάθηκαν
-ὅπως κι ἐσύ- λέξεις ἀπὸ ἀσφυξία.
Νὰ μὴ φοβᾶσαι τὴν ἀρχὴ τοῦ σκοταδιοῦ.
Στὴ Γρίβα θὰ ξανανοίξει ὁ κύκλος τοῦ νεροῦ
Μὲς στὴ στοχαστικὴ σιωπή σου
θὰ ξαναβρεῖς τὸ ὀξυγόνο ποὺ στερήθηκες
σὲ μιὰν ἀρχέγονη βροχὴ
καὶ στὴν ὁρμὴ βουνίσιου ἀέρα.
Σ' εὐχαριστῶ ποὺ μὲ ταξίδεψες
κι ἐμένα στὸ βουνό σου
Νὰ ἰχνηλατῶ μοῦ ἔμαθες
ἄπειρα τὰ κοιτάσματα ἀγάπης.

[1] Ἑλένη Κοφτεροῦ - Μιὰ θλίψη Ἀπρίλης - Ἐκδόσεις Κουκίδα - 2018.
[2] Τὸ χωριὸ Γρίβα βρίσκεται στὸ Νομὸ Κιλκὶς στὶς πλαγιὲς τοῦ ὀρεινοῦ ὄγκου τοῦ Πάϊκου, 70 χιλιόμετρα βορειοδυτικὰ ἀπὸ τὴ Θεσσαλονίκη.


[18]

Το μεγάλο δώρο (Άγγελος Καρούσος)

Ένας φίλος μού 'φερε κάτι φρούτα από την Μακεδονία
τα πήρα και σκεφτόμουνα το τρένο Αθήνα - Θεσσαλονίκη - Πολύκαστρο - Ειδομένη,
την Θεσσαλονίκη με τις ωραίες γυναίκες της,
τον Αξιό με τα καμποχώρια και τις λεύκες, τα νεκροταφεία, τα σπίτια και τη βλάστηση, τα υψώματα που αγαπώ πολύ:
Τσάγκα, Γκολέ Μαρίτ, Τσερνών, Σαρίμεσε, Τoμπρο Μίρο, Σκρα, Ραβινέ, Μαγιαδάγ και άλλα.
Την καρδιά του Πάικου που έζησα, τα ποτάμια με τα κρυστάλλινα νερά: 
Βάλε Μάρι, Βάλε Ράτσι και με τα τουρκουαζιά: Κοτζάντερε και Κούρντερε, τους Πόντιους τους αγαπάω πολύ, τα τραγούδια τους, τη βλάστηση μηλιές, βερυκοκιές πλάι στις όχθες, καλαμποκιές, μπαξέδες και πλατάνια.
Απ' τα Στενά Τσιγγανέ και το Δρέβενο μέχρι την Κούπα, Σκρά και τον Αρχάγγελο, τον κάμπο της Αρδέας με το Καϊμάκ Τσαλάν από πάνω του του Μπόζαρ οι πηγές και ό,τι δεν ήξερα και έμαθα εκεί.
Χαμογέλασα στον φίλο μου και σκεφτόμουνα: 
Οι γες που αγαπάμε είναι δύναμη κι όσο δυνατή η αγάπη τόσο κι η προσωπικότητα.
Η Μακεδονία όσο μακριά και να είναι, είναι μέσα μου με την ομορφιά της, με κάποιους ανθρώπους που ακόμα ζουν και με άλλους που έχουν φύγει.
Καλή σου ώρα φίλε.

Από το τχ.8 (Αθήνα-Ιανουάριος 2005) του χειρόγραφου λογοτεχνικού περιοδικού ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ "των φίλων" που έγραφε ο λογοτέχνης Κώστας Ριτσώνης.


#


[19] 

Γουμένισσα (Έλλη Φρεγγίδου)

Ψημένα κάστανα και κρασί
κάτω από το μεγάλο πλατάνι.

Βρέχω τα πόδια μου στο Σκρα.

Μάλλον,
εδώ ξεδιψά ο Θεός
τα πρωινά του.

Αμέτρητα στενά.

Αυτό το μέρος, φαίνεται, δεν θέλει
να ξέρει από μεγάλους δρόμους.

Από την ποιητική συλλογή της Έλλης Φρεγγίδου "Κιλκίς, χωμάτινή μου πόλη - έκδοση της Μακεδονικής Καλλιτεχνικής Εταιρίας "ΤΕΧΝΗ" Κιλκίς - 2022.


#

[20]

Μνήμη (Μάρκος Μέσκος)


Πάνω από τα Βοδενά
περνάει ο δρόμος της Σωτήρας.
Ήσυχοι λόφοι, άγριο φαράγγι πιο ψηλά
το καστανό χώμα της κερασιάς είναι νιόσκαφτο
εδώ η χλόη του σταριού εκεί χορεύει
ανθισμένη η δαμασκηνιά, γελάδια πάλι στην πλαγιά
κατά το Πάικο μια φοράδα ασέλωτη
βιτσίζει τον αέρα...

— Οδυσσέα!...


Από την ποιητική συλλογή Μάρκος Μέσκος - Άλογα στον Ιππόδρομο - 1973. 



[21]

Παιώνιες Κράστας – Παιώνιες βασιλείας Κράστας (Ηλίας Τσέχος)

Φλέγεσαι άνοιξη
Μελανοπόρφυροι βυθοί
Προς Βέρμιο καλπάζουν, Τζένα, Πάικο
κοπάδια αγριολούλουδα
Βαθείς Παίονα μύθοι

«Πασάων βοτανέων βασιληίδα»!

Παιώνιες περήφανες εταίρες
Αιώνιες αγάπες στα μέρη μας
Μυρώστε Αλιάκμωνα, Γιαννακοχώρι
Στολίστε έρωτες, επιταφίους, μέθες
Χαρές Βεργίνας, Πέλλας
Μίεζας.


Ηλίας Τσέχος – Ποιητική συλλογή «Ή σταγόνα ή ωκεανός» - 2011



[22]

Συννέφιασε στην Ειδομένη  (Γιάννης Ποταμιάνος)


Συννέφιασε
Αυτών η μοίρα γράφτηκε στον ουρανό
στη βουβή σιωπή που θρυμματίζεται
                                        απ’ τ’ αεροπλάνα
        και το κροτάλισμα των πολυβόλων

Συννέφιασε
Απ’ τα βράχια οι σειρήνες τραγουδούν
                                   πλάνες υποσχέσεις

Αυτών η μοίρα γράφτηκε στη θάλασσα
ταξιδεύει με τα κύματα
          στο ασημένιο φως του φεγγαριού

Ο φόβος τους μυρίζει αλμύρα
Στη σκοτεινιά της θάλασσας
                        χάνεται το πρόσωπό τους

Μόνο τα χέρια τους σφιχτά
                                          κρατάνε τη ζωή
                      και επιμένουν στην ελπίδα

Συννέφιασε
Οθνεία τέρατα γέμισαν τους ουρανούς

Κοπάδια ανθρώπων 
      τρέχουν να ξεφύγουν απ’ το πόλεμο

Παιδιά, πολλά παιδιά
            ζωσμένα τα υπάρχοντά τους
                                                 προχωρούν

Κι η λάσπη επιμένει ως το γόνατο
          για να βουλιάζουν τα όνειρα τους

Συννέφιασε
Το φίδι γέννησε ξανά το αυγό του
                                               στην Ευρώπη

Μες στη σκηνή μια Παναγιά κοιμίζει
                                τ’ άρρωστο παιδί της

Απ’ έξω βροχή, λάσπη και απόγνωση
κι άνθρωποι που περιμένουν   
                              για ένα κομμάτι ψωμί

Συννέφιασε
Στη λάσπη της Ειδομένης σπέρνεται 
                                    ο σπόρος της οργής

Αυτό το ουρλιαχτό το τόσο ανθρώπινο
                        που τσαλακώνει την ψυχή
     χάνεται στους βουερούς χειμάρρους

Αυτό το ουρλιαχτό είναι η ικεσία
                              για μια θέση στον ήλιο

Συννέφιασε στα συρματοπλέγματα
Συννέφιασε και στις καρδιές
                                             των ανθρώπων

Τα χρόνια είναι πέτρινα
             σ’ αυτά δοκιμάζεται η Ανθρωπιά
γι’ αυτό δώστε μια ελπίδα στα παιδιά
                        να μην βουλιάξει ο κόσμος

Συννέφιασε στην Ειδομένη
Γιατί σιωπούν οι ποιητές;
                        Γιατί σιωπούν οι Άνθρωποι;

Από το ιστολόγιο του κ. Γιάννη Ποταμιάνου "Στο ξέφωτο της ποίησης" https://toxefwto.blogspot.com



[23]

Γουμένισσα (Χρήστος Σαμαράς)

Αρχόντισσα σου χτύπησα την πόρτα δεν ακούς;
μες τα μεσάνυχτα πληρώ όλα εκείνα που ‘πες
διαβήματα, διατάγματα, νόμους κι απελπισίες
νιων, γέρων, μορφονιών, δίκια και αδικίες.

Μία μαγιά κυκλάμινα χρώματα παιδεμός
μια νύχτα ονειρομάντισσα του φεγγαριού γκρεμός
ποτάμια που ‘συραν ορμή νερά των ξωτικών
άστρα αλαλάζουν μοναξιά και συρφετούς αμνών.

Δέντρα ορκίζονται συρμός, της γης ο πυρετός
άγρια τριαντάφυλλα ευώδιαζαν στο φως
της Παναγιάς το έμβλημα ο τυχερός Χριστός
ασβεστοχώματος εύρημα αιώνων υπαρκτός.

Πέτρα με χρώμα καφετί με ζώνη διαρκή
άνθρωποι ατελείωτοι φεγγάρια βιολετί
ανάσες απροσπέλαστου χρώματος και χροιάς
μέλι κι ελιά τα μόνα μας όπλα της ερημιάς.

Σε μια μεριά καθόμουνα σε βράχο ζωντανό
κρασί αμπέλιαζα στυφό γελώντας ένα μάτσο
χάλκινα άκουγα μακριά με ήχο πληθωρικό
το μαύρο έγνεφα αψηλά του μοναχού το ράσο.

Ψευτονιφάδες χόρευαν με της σιωπής ρυθμό
μπαλέτο ασυγχρόνιστο δερβίσικο χορό
ως κι ο Βαρδάρης πάγωσε κι απόσωσε δουλειά
παρέδωσε το πνεύμα του στης πόλης την καρδιά.

Εκεί όπου στεντόρεια κι αγέρωχη ξαπλώνει
η πέτρινη η τρίαινα του Γάλλου στρατιώτη
φωνή της δίνουν τα νερά ουρλιάζει και κρυώνει
κλαδιά πλατάνου γνέφουνε στον μεθυσμένο πότη.

Σπίτια θεόρατα, κραυγές, ξύλινοι Παρθενώνες
χρώματα τοίχοι χρυσαφί με μπλε μακεδονίζουν
στις εσωτερικές αυλές, φώτα και ανεμώνες
πέτρες κι αμπέλια αγκαλιά ανέμελα σφυρίζουν.

Δρόμοι στενοί κι απόκρημνα ορθώνονται οικίες
πλατείες πιο ιστορικές κι από τα μοναστήρια
νερά παντού και πράσινο αρχέγονες πορείες
κάπου σε κάποιο καφενέ τσουγκρίζουν τα ποτήρια.

Κι άνθρωποι μπόλια ένας σωρός, κομμάτια ευαγγέλια
ανάκατοι σε αναλαμπή των χρόνων της ενάργειας
ξεμένουνε λαλιάς, ξεσπούν σε άγρια γέλια
φάρες κουβάρια αντηχούν κατόπιν μιας ευμάρειας.

Θρύλοι, νεράιδες των νερών ράικο τρανό πιαστήκαν
οι νυχτωσιές αντιλαλούν χάλκινα κι ιστορία
σχολειά θεριά ευεργετών στ’ ουράνια ανεβήκαν
με πρόκριμα και λεβεντιά ελληνική πορεία.

Στενά δρομάκια χαρακιές της μνήμης το στιλέτο
πλίνθος και ξύλο υλικά παντρεύονται γελώντας
καζάνια Οκτώβρη του ντουνιά χειμώνας υποθέτω
σώριασε κρύο, κόπιασε, πόρτες γερά βροντώντας.

Φίλοι γεράνια ατέλειωτα στιγμές θανατηφόρες
παρέες δήλωμα της γης στενά ελπιδοφόρες
μνήμες αστεία μίας γης παλιάς αισθαντικής
πού είσαι αστέρι μου εσύ, ποια νύχτα οδηγείς;

Πού σε ξεπέταξε η ζωή της μοίρας το ποτάμι;
ποιος ουρανός σε χαίρεται, ποια άνομη αγάπη;
ποιοι δρόμοι σε λιμπίζονται και σε πετούν χαράμι
ποιες ούλιτσες ζητούν τα χνάρια σου σατράπη.

Και τα χωριά τριγύρω σου όμοια διαμαντάκια
Οι λάμψεις απ’ το πρίσμα τους στιλέτα στη ματιά
σε φωτοστέφανο στιλπνό, άγρια λουλουδάκια
εικόνα που ευωδίασε, μόνο στην Παναγιά

Βουνά λαγκάδια αλλοτινά ο Πάνας τα μαγεύει
Του Αλεξάνδρου η ματιά του Βουκεφάλα η χαίτη
Ερωτική η ομορφιά σαλεύει σαγηνεύει
Νερά πλατάνια και δροσιά, φρουμάζει σαν χορεύει.

Από την ποιητική συλλογή: Χρήστος Σαμαράς - "Παράθυρο με θέα" - Γουμένισσα 2017.



ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Τα κείμενα με την μπλέ γραμματοσειρά δεν περιλαμβάνονται στην ύλη του βιβλίου Κοινότης Πλαγίων εν Παιονία Κιλκίς αλλά προέκυψαν από μεταγενέστερη έρευνα.